Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλάβαστρο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 alaba`stro ~m~
2 ((per estensione)) vaso ~m~ di alaba`stro

αλάβαστρος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αλάβαστρο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλαβάστρινος αλάβωτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---