Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αλάδωτος  
επίθετο

1 cibo non condi`to con o`lio
2 macchinario non olia`to; non lubrifica`to
3 ((figurato)) di persona non corro`tto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αλαγρέκα αλαζόνας  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---