Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ακρίτας  
ουσιαστικό αρσενικό

1 storia acri`te ~m~
2 ((figurato)) abita`nte ^mf^ di una zo`na di confi`ne

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άκριτα ακριτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---