Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Αιγινίτης  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~m~ di Egi`na

Αιγινίτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [Αιγινίτης ^-η, ο^]
2 abita`nte ~f~ di Egi`na

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αιγινήτικος αιγίς  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---