Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιγίδα
ουσιαστικό θηλυκό e`gida ~f~; patroci`nio ~m~; protezio`ne ~f~ υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών==sotto l'egida delle Nazioni Unite αιγίς ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αιγίδα ^-ας, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |