Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγρονόμος
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό 1 agro`nomo ~m~; agro`noma ~f~ 2 gua`rdia ~f~ campe`stre permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |