Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγρολήπτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 contadi`no ~m~
2 fitta`volo ~m~
3 locata`rio ~m~
4 mezza`dro ~m~

αγρολήπτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αγρολήπτης ^-η, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγρόκτημα αγροληπτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---