Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγρολήπτης
ουσιαστικό αρσενικό 1 contadi`no ~m~ 2 fitta`volo ~m~ 3 locata`rio ~m~ 4 mezza`dro ~m~ αγρολήπτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [αγρολήπτης ^-η, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |