Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άγνωστο  
ουσιαστικό ουδέτερο

l'igno`to ~m~; l'inco`gnito ~m~ φοβάμαι το άγνωστο==temere l'ignoto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αγνωστικίστρια άγνωστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---