Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγνωστικιστής
ουσιαστικό αρσενικό agno`stico ~m~ αγνωστικίστρια ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [αγνωστικιστής ^-ή, ο^] 2 agno`stica ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |