Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγνότη
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αγνότητα ^-ας, η^] αγνότης ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αγνότητα ^-ας, η^] αγνότητα ουσιαστικό θηλυκό 1 pure`zza ~f~; innoce`nza ~f~; cando`re ~m~ 2 castità ~f~; verginità ~f~; illibate`zza ~f~ 3 genuinità ~f~; pure`zza ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |