Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγνός
επίθετο 1 pu`ro; incontamina`to αγνή ψυχή==animo puro 2 innoce`nte έχω αγνές προθέσεις==avere intenzioni innocenti || non avere secondi fini 3 casto; puro; ve`rgine μια αγνή κόρη==una fanciulla pura, casta 4 genui`no; puro αγνά υλικά==ingredienti genuini αγνότατος επίθετο superlativo di [αγνός] αγνότερος επίθετο comparativo di [αγνός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |