Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αγεφύρωτος  
επίθετο

1 senza ponti αγεφύρωτο ποτάμι==fiume privo di ponti
2 ((figurato)) incolma`bile; invalica`bile αγεφύρωτο χάσμα==un abisso incolmabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άγευστος αγεωγράφητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---