Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάγευστος
επίθετο 1 insapo`ro; insi`pido; senza gusto άγευστη σούπα==minestra insipida 2 ((figurato)) igna`ro; inespe`rto; a digiu`no di una mate`ria άγευστος της φιλοσοφίας==digiuno di filosofia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |