Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάγαρμπος
επίθετο 1 sgarba`to; scorte`se; έχει άγαρμπους τρόπους==ha modi scortesi 2 goffo; sgrazia`to; impaccia`to άγαρμπο σώμα==corpo sgraziato 3 specialmente di vestiti inelega`nte; goffo 4 rozzo; gro`ssolano; malfa`tto άγαρμπο αστείο==scherzo grossolano permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |