Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγγείο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 archeologia vaso ~m~ μυκηναϊκά αγγεία 2 anatomia vaso ~m~ (sangui`gno o linfa`tico) αγγείον ουσιαστικό ουδέτερο forma arcaica di [αγγείον ^-ου, το^] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα αγγεία = le stoviglie [θηλ. πλυθ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |