Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαγγαρεύω
ρήμα μεταβατικό impo`rre; costri`ngere; forza`re; obbliga`re qualcu`no a un lavo`ro fastidio`so e ingra`to η γυναίκα του τον αγγαρεύει να σιδερώνει μόνος τα πουκάμισά του==la moglie lo costringe a stirarsi da solo le camicie | με αγγάρεψε να τον πάω στο σταθμό==mi obbligò ad accompagnarlo alla stazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |