Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδούλωτος  
επίθετο

1 non asservi`to; non assoggetta`to; invi`tto το νησί παρέμεινε αδούλωτο==l'isola non è mai stata assoggettata
2 che non to`llera la schiavitù αδούλωτο γένος==popolo che non sopporta la schiavitù

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδούλευτος άδραγμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---