Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδόξαστος
επίθετο che non ha ottenu`to la glo`ria dovu`ta αδόξαστος ουσιαστικό αρσενικό sa`tana ~m~; dia`volo ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |