Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδούλευτος
επίθετο 1 non lavora`to; gre`ggio αδούλευτη ύλη==materia greggia 2 che nece`ssita di ulterio`re lavorazio`ne, correzio`ne, revisio`ne, rifinitu`ra αδούλευτη μετάφραση==traduzione da rivedere 3 inco`lto; non coltiva`to αδούλευτα χωράφια==campi incolti 4 lavoro paga`to anticipatame`nte αδούλευτη αμοιβή==compenso anticipato 5 nuo`vo; non adopera`to αδούλευτο τρακτέρ==trattore ancora muovo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |