Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιέξοδο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 punto ~m~ morto
2 δρόμος vi`colo ~m~ cie`co οι διαπραγματεύσεις κατέληξαν σε αδιέξοδο==le trattative sono giunte a un punto morto | βρίσκομαι σε αδιέξοδο==trovarsi in un vicolo cieco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιενέργητος αδιέξοδος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---