Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αδικημένος
επίθετο
1
participio passato del verbo
[αδικώ]
2
offe`so
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αδίκημα
αδικία, (raro) αδικιά >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αδικαιολόγητα
[επίρ.]
αδικαιολόγητος
[επίθ.]
αδικαίωτος
[επίθ.]
αδίκαστος
[επίθ.]
αδίκημα
[ουσ ουδ.]
αδικημένος
[επίθ.]
αδικία, (raro) αδικιά
{αδικιών}
αδικίες
[θηλ. ουσ πληθ.]
άδικο
[ουσ ουδ.]
αδικοβάνω
[ρ. μτβ.]
αδικοθανατώ
aor αδικοθ...
αδικοκρισία
{αδικοκρισ...
αδικοπραγία
{αδικοπραξ...
αδικοπραγώ
{αδικοπραγ...
άδικος
{κ. (λόγ.)...
αδικοσκοτωμένος
[επίθ.]
αδικοσφαμένος
[επίθ.]
αδικούμαι
αδικήθηκα,...
αδικούμενος
[ουσ αρσ ]
αδικοχαμένος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis