Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδίκημα  
ουσιαστικό ουδέτερο

diritto rea`to ~m~; ille`cito ~m~ η πλοκή είναι αδίκημα==il furto è un reato | ποινικό αδίκημα==illecito penale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδίκαστος αδικημένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---