Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιερεύνητος  
επίθετο

1 non esamina`to; non indaga`to; non scruta`to
2 ((figurato)) imperscruta`bile; oscu`ro αδιερεύνητοι αι βουλαί του Κυρίου==i disegni di Dio sono imperscrutabili

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιέξοδος αδιευθέτητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---