Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαδιάρρηκτος
επίθετο 1 non forza`to; non scassina`to αδιάρρηκτο χρηματοκιβώτιο==cassaforte non forzata 2 non forza`bile; che non può e`ssere scassina`to αδιάρρηκτο χρηματοκιβώτιο==cassaforte blindata 3 so`lido; sta`bile; resiste`nte αδιάρρηκτος μέτωπο==fronte compatto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |