Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιαφάνεια  
ουσιαστικό θηλυκό

manca`nza ~f~ di trasparenza; opacità ~f~ πολιτική αδιαφάνεια==mancanza di trasparenza in politica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιατύπωτος αδιαφανέστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---