Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιάφορος  
επίθετο

1 persona indiffere`nte; non interessa`to; noncura`nte κάνει τον αδιάφορο==fa l'indifferente | παρέμεινε αδιάφορος==rimase indifferente
2 privo di intere`sse; indiffere`nte ένα αδιάφορο βιβλίο==un libro privo di interesse | μου είναι αδιάφορο==mi è indifferente || per me fa lo stesso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιαφορία αδιαφορώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---