Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιασάλευτος  
επίθετο

non turba`to; non sco`sso η δημόσια τάξη παρέμεινε αδιασάλευτη==l'ordine pubblico non è stato turbato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιαρρύθμιστος αδιασάφητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---