Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιάσπαστος  
επίθετο

1 ininterro`tto αδιάσπαστη συνέχεια==continuità ininterrotta
2 indissolu`bile; duratu`ro; sta`bile αδιάσπαστος δεσμός==vincolo indissolubile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιασείστος αδιάστατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---