Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αδιαπέραστος  
επίθετο

impenetra`bile; fitto; folto αδιαπέραστο σκοτάδι==buio fitto | αδιαπέραστο μυστήριο==fitto mistero | αδιαπέραστο δάσος==foresta impenetrabile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αδιαπέραστα αδιαπερατότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---