Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

claudicàre (ρ.αμτβ.) clericàle (επίθ.)
claudicazióne (θηλ.ουσ) clericaleggiàre (ρ.αμτβ.)
claunésco (επίθ.) clericalìsmo (ουσ αρσ )
clàusola (θηλ.ουσ) clèro (ουσ αρσ )
claustràle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) clessìdra (θηλ.ουσ)
claustrofobìa (θηλ.ουσ) clic (ονοματ.)
claustrofòbico (αρσ. επίθ και ουσ) cliccàre (ρ.αμτβ.)
claustròfobo (αρσ. επίθ και ουσ) cliché (ουσ αρσ )
clausùra (θηλ.ουσ) cliènte (ουσ αρσ και θηλ.)
clàva (θηλ.ουσ) clientèla (θηλ.ουσ)
clavicembalìsta (ουσ αρσ και θηλ.) clientelìsmo (ουσ αρσ )
clavicémbalo (ουσ αρσ ) clìma (ουσ αρσ )
clavìcola (θηλ.ουσ) climatèrico (επίθ.)
clavicolàre (επίθ.) climaterio (ουσ αρσ )
clavicòrdo (ουσ αρσ ) climàtico (επίθ.)
clàxon (ουσ αρσ ) climatizzàre (ρ. μτβ.)
cleistogamìa (θηλ.ουσ) climatizzatóre (ουσ αρσ )
cleistògamo (επίθ.) climatizzazióne (θηλ.ουσ)
clemàtide (θηλ.ουσ) climatologìa (θηλ.ουσ)
clemènte (επίθ.) climatològico (επίθ.)
clemènza (θηλ.ουσ) climatòlogo (ουσ αρσ )
cleptòmane (ουσ αρσ και θηλ.) clìmax (ουσ αρσ και θηλ.)
cleptòmane (επίθ.) clìnica (θηλ.ουσ)
cleptomanìa (θηλ.ουσ) clìnico (ουσ αρσ )
clericàle (ουσ αρσ και θηλ.) clìnico (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: