Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cleptòmane  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [klepˈtɔmane]

κλεπτομανής

cleptòmane  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [klepˈtɔmane]

κλεπτομανής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  clemenza cleptomania  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cleistogamia (θηλ.ουσ)
cleistogamo (επίθ.)
clematide (θηλ.ουσ)
clemente (επίθ.)
clemenza (θηλ.ουσ)
cleptomane (ουσ αρσ και θηλ.)
cleptomane (επίθ.)
cleptomania (θηλ.ουσ)
clericale (ουσ αρσ και θηλ.)
clericale (επίθ.)
clericaleggiare (ρ.αμτβ.)
clericalismo (ουσ αρσ )
clero (ουσ αρσ )
clessidra (θηλ.ουσ)
clic (ονοματ.)
cliccare (ρ.αμτβ.)
cliché (ουσ αρσ )
cliente (ουσ αρσ και θηλ.)
clientela (θηλ.ουσ)
clientelismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---