Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cleistogamìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [klejstogaˈmia]

κλειστογαμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  claxon cleistogamo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

clavicembalo (ουσ αρσ )
clavicola (θηλ.ουσ)
clavicolare (επίθ.)
clavicordo (ουσ αρσ )
claxon (ουσ αρσ )
cleistogamia (θηλ.ουσ)
cleistogamo (επίθ.)
clematide (θηλ.ουσ)
clemente (επίθ.)
clemenza (θηλ.ουσ)
cleptomane (ουσ αρσ και θηλ.)
cleptomane (επίθ.)
cleptomania (θηλ.ουσ)
clericale (ουσ αρσ και θηλ.)
clericale (επίθ.)
clericaleggiare (ρ.αμτβ.)
clericalismo (ουσ αρσ )
clero (ουσ αρσ )
clessidra (θηλ.ουσ)
clic (ονοματ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---