Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόclemàtide
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kleˈmatide] 1 αναρριχητικό φυτό clematis ή viorna 2 αγράμπελη 3 κληματίδα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |