ItalianoGreco


clientelìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [klienteˈlizmo]

1 πατρωνία
2 ανάπτυξη πελατειακών σχέσεων
3 φαβοριτισμός
4 ευνοιοκρατία
5 μεροληψία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---