Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

macrocèfalo (αρσ. επίθ και ουσ) maddaléna (κύρ.όν. θηλ.)
macrochilìa (θηλ.ουσ) madèra (ουσ αρσ )
macrochirìa (θηλ.ουσ) màdia (θηλ.ουσ)
macrocòsmo (ουσ αρσ ) màdido (επίθ.)
macrocristallìno (επίθ.) madière (ουσ αρσ )
macrodattilìa (θηλ.ουσ) madònna (θηλ.ουσ)
macrodàttilo (αρσ. επίθ και ουσ) madonnìna (θηλ.ουσ)
macrodontìsmo (ουσ αρσ ) madòqua (θηλ.ουσ)
macroeconomìa (θηλ.ουσ) madóre (ουσ αρσ )
macroeconòmico (επίθ.) madornàle (επίθ.)
macrofotografìa (θηλ.ουσ) madornalità (θηλ.ουσ)
macrologia (θηλ.ουσ) madòsca (επιφ.)
macromelìa (θηλ.ουσ) madràs (ουσ αρσ )
macromolècola (θηλ.ουσ) màdre (θηλ.ουσ)
macromolecolàre (επίθ.) madrecicàla (θηλ.ουσ)
macroorganismo (ουσ αρσ ) madrefórma (θηλ.ουσ)
macroscòpico (επίθ.) madreggiàre (ρ.αμτβ.)
macrosomìa (θηλ.ουσ) madrelìngua (θηλ.ουσ)
macrostruttùra (θηλ.ουσ) madrepàtria (θηλ.ουσ)
macùba (ουσ αρσ και θηλ.) madrepèrla (θηλ.ουσ)
màcula (θηλ.ουσ) madrepèrla (επίθ.)
maculàto (επίθ.) madreperlàceo (επίθ.)
maculatùra (θηλ.ουσ) madrèpora (θηλ.ουσ)
madàma (θηλ.ουσ) madrepòrico (επίθ.)
madamigèlla (θηλ.ουσ) madresélva (θηλ.ουσ)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: