Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciarlatanàta (θηλ.ουσ) cicalìno (ουσ αρσ )
ciarlataneggiare (ρ.αμτβ.) cicalìo (ουσ αρσ )
ciarlatanerìa (θηλ.ουσ) cicalóne (αρσ. επίθ και ουσ)
ciarlatanésco (επίθ.) cicatrìce (θηλ.ουσ)
ciarlatàno (ουσ αρσ ) cicatriziàle (επίθ.)
ciarlièro (ουσ αρσ ) cicatrizzàrsi (ρ. μ. αμτβ.)
ciarlièro (επίθ.) cicatrizzazióne (θηλ.ουσ)
ciarlóne (αρσ. επίθ και ουσ) cìcca (θηλ.ουσ)
ciàrpa (θηλ.ουσ) ciccaiòlo (ουσ αρσ )
ciarpàme (ουσ αρσ ) ciccàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ciascùno (οριστ. επίθ.) cicchettàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cibàre (ρ. μτβ.) cicchétto (ουσ αρσ )
cibarsi (ρ.μ. (αντων.)) cìccia (θηλ.ουσ)
cibàrie (θηλ. ουσ πληθ.) cìcciolo (ουσ αρσ )
cibàrio (επίθ.) ciccióna (θηλ.ουσ)
cibernètica (θηλ.ουσ) ciccióne (επίθ.)
cibernètico (αρσ. επίθ και ουσ) ciccióso (επίθ.)
cibernetizzato (επίθ.) cicciòtto (αρσ. επίθ και ουσ)
cibernetizzazione (θηλ.ουσ) cicciùto (επίθ.)
cìbo (ουσ αρσ ) cicérbita (θηλ.ουσ)
cibòrio (ουσ αρσ ) cicérchia (θηλ.ουσ)
cicàla (θηλ.ουσ) cìcero (ουσ αρσ )
cicalàre (ρ.αμτβ.) ciceróne (ουσ αρσ )
cicalàta (θηλ.ουσ) cicisbèo (ουσ αρσ )
cicaléccio (ουσ αρσ ) ciclàbile (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: