Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciarlièro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧarˈljɛro]

1 κουτσομπόλης
2 σπερμολόγος
3 πολυλογάς
4 λάλος
5 πάρλας

ciarlièro  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧarˈljɛro]

1 ομιλητικός
2 φλύαρος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciarlatano ciarlone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciarlatanata (θηλ.ουσ)
ciarlataneggiare (ρ.αμτβ.)
ciarlataneria (θηλ.ουσ)
ciarlatanesco (επίθ.)
ciarlatano (ουσ αρσ )
ciarliero (ουσ αρσ )
ciarliero (επίθ.)
ciarlone (αρσ. επίθ και ουσ)
ciarpa (θηλ.ουσ)
ciarpame (ουσ αρσ )
ciascuno (οριστ. επίθ.)
cibare (ρ. μτβ.)
cibarsi (ρ.μ. (αντων.))
cibarie (θηλ. ουσ πληθ.)
cibario (επίθ.)
cibernetica (θηλ.ουσ)
cibernetico (αρσ. επίθ και ουσ)
cibernetizzato (επίθ.)
cibernetizzazione (θηλ.ουσ)
cibo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---