Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cibàrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈbarjo]

θρεπτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cibarie cibernetica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciarpame (ουσ αρσ )
ciascuno (οριστ. επίθ.)
cibare (ρ. μτβ.)
cibarsi (ρ.μ. (αντων.))
cibarie (θηλ. ουσ πληθ.)
cibario (επίθ.)
cibernetica (θηλ.ουσ)
cibernetico (αρσ. επίθ και ουσ)
cibernetizzato (επίθ.)
cibernetizzazione (θηλ.ουσ)
cibo (ουσ αρσ )
ciborio (ουσ αρσ )
cicala (θηλ.ουσ)
cicalare (ρ.αμτβ.)
cicalata (θηλ.ουσ)
cicaleccio (ουσ αρσ )
cicalino (ουσ αρσ )
cicalio (ουσ αρσ )
cicalone (αρσ. επίθ και ουσ)
cicatrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---