ItalianoGreco


ciarlóne  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧarˈlone]

1 φλύαρος
2 κουτσομπόλης
3 πολυλογάς
4 κουσκουσιάρης
5 γλωσσάς
6 λάλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---