Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cicatrizzàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʧikatridˈdzarsi]

1 αφήνω ουλή
2 επουλώνομαι
3 θρέφω (για τραύμα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cicatriziale cicatrizzazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cicalino (ουσ αρσ )
cicalio (ουσ αρσ )
cicalone (αρσ. επίθ και ουσ)
cicatrice (θηλ.ουσ)
cicatriziale (επίθ.)
cicatrizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
cicatrizzazione (θηλ.ουσ)
cicca (θηλ.ουσ)
ciccaiolo (ουσ αρσ )
ciccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cicchettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cicchetto (ουσ αρσ )
ciccia (θηλ.ουσ)
cicciolo (ουσ αρσ )
cicciona (θηλ.ουσ)
ciccione (επίθ.)
ciccioso (επίθ.)
cicciotto (αρσ. επίθ και ουσ)
cicciuto (επίθ.)
cicerbita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---