Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

calvàrio (ουσ αρσ ) calzettàio (ουσ αρσ )
calvinìsmo (ουσ αρσ ) calzetterìa (θηλ.ουσ)
calvinìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) calzettóne (ουσ αρσ )
calvinìstico (επίθ.) calzifìcio (ουσ αρσ )
calvìzie (θηλ.ουσ) calzìno (ουσ αρσ )
càlvo (αρσ. επίθ και ουσ) calzolàio (ουσ αρσ )
càlza (θηλ.ουσ) calzolerìa (θηλ.ουσ)
calzaiòlo (ουσ αρσ ) calzoncìni (ουσ αρσ πληθ.)
calzaiuolo (ουσ αρσ ) calzóne (ουσ αρσ )
calzamàglia (θηλ.ουσ) calzuòlo (ουσ αρσ )
calzànte (ουσ αρσ ) camaleónte (ουσ αρσ )
calzànte (επίθ.) camaleòntico (επίθ.)
calzàre (ουσ αρσ ) camaleontìsmo (ουσ αρσ )
calzàre (ρ.αμτβ.) camarìlla (θηλ.ουσ)
calzàre (ρ. μτβ.) cambiàbile (επίθ.)
calzascàrpe (ουσ αρσ ) cambiadìschi (ουσ αρσ )
calzatóia (θηλ.ουσ) cambiàle (θηλ.ουσ)
calzatóio (ουσ αρσ ) cambiaménto (ουσ αρσ )
calzatùra (θηλ.ουσ) cambiamonéte (ουσ αρσ και θηλ.)
calzaturière (αρσ. επίθ και ουσ) cambiàre (ρ. μτβ.)
calzaturièro (ουσ αρσ ) cambiàrsi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
calzaturièro (επίθ.) cambiàrio (επίθ.)
calzaturifìcio (ουσ αρσ ) cambiavalùte (ουσ αρσ και θηλ.)
calzeròtto (ουσ αρσ ) càmbio (ουσ αρσ )
calzétta (θηλ.ουσ) cambìsta (ουσ αρσ και θηλ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: