Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόviràgo
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [viˈrago] 1 αντρογυναίκα 2 στρίγκλα 3 μέγαιρα 4 καβγατζού permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |