Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


viràggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [viˈradʤo]

1 αλλαγή κατεύθυνσης
2 αλλαγή πορείας
3 στροφή
4 αλλαγή χρωματική
5 περιστροφή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  vipla virago  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

viperaio (ουσ αρσ )
viperidi (ουσ αρσ πληθ.)
viperino (επίθ.)
vipistrello (ουσ αρσ )
vipla (θηλ.ουσ)
viraggio (ουσ αρσ )
virago (θηλ.ουσ)
virale (επίθ.)
virare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
virata (θηλ.ουσ)
viremia (θηλ.ουσ)
virente (επίθ.)
virgiliano (αρσ. επίθ και ουσ)
Virgilio (κύρ.όν. αρσ.)
virginia (ουσ αρσ )
virginia (θηλ.ουσ)
virgola (θηλ.ουσ)
virgolare (ρ. μτβ.)
virgolettare (ρ. μτβ.)
virgolette (θηλ. ουσ πληθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---