Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόviràggio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [viˈradʤo] 1 αλλαγή κατεύθυνσης 2 αλλαγή πορείας 3 στροφή 4 αλλαγή χρωματική 5 περιστροφή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |