Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


télo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈtɛlo]

1 τόπι υφάσματος
2 μήκος υφάσματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  tellurio telone  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

telex (ουσ αρσ )
telferaggio (ουσ αρσ )
tellina (θηλ.ουσ)
tellurico (επίθ.)
tellurio (ουσ αρσ )
telo (ουσ αρσ )
telone (ουσ αρσ )
teloslitta (θηλ.ουσ)
tema (ουσ αρσ )
tema (θηλ.ουσ)
tematica (θηλ.ουσ)
tematico (επίθ.)
temerariamente (επίρ.)
temerarietà (θηλ.ουσ)
temerario (ουσ αρσ )
temerario (επίθ.)
temere (ρ.αμτβ.)
temerità (θηλ.ουσ)
temi (θηλ.ουσ)
temibile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---