Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


telericevènte  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,tɛleriʧeˈvɛnte]

τηλεοπτικός δέκτης

telericevènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [,tɛleriʧeˈvɛnte]

δεχόμενος τηλεοπτικό σήμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  teleria teleriscaldamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

telepatico (αρσ. επίθ και ουσ)
teleproietto (ουσ αρσ )
telequiz (ουσ αρσ )
teleradiotrasmettere (ρ. μτβ.)
teleria (θηλ.ουσ)
telericevente (θηλ.ουσ)
telericevente (επίθ.)
teleriscaldamento (ουσ αρσ )
teleromanzo (ουσ αρσ )
teleruttore (ουσ αρσ )
teleschermo (ουσ αρσ )
telescopia (θηλ.ουσ)
telescopico (επίθ.)
telescopio (ουσ αρσ )
telescrivente (θηλ.ουσ)
telescriventista (ουσ αρσ και θηλ.)
telescuola (θηλ.ουσ)
teleselettivo (επίθ.)
teleselezione (θηλ.ουσ)
telesisma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---