Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


telesìsma  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,tɛleˈsizma]

1 τηλεσεισμός
2 σεισμός που έχει γίνει μακριά (και γίνεται αισθητός με ευαίσθητα σεισμόμετρα)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  teleselezione telesismologia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

telescrivente (θηλ.ουσ)
telescriventista (ουσ αρσ και θηλ.)
telescuola (θηλ.ουσ)
teleselettivo (επίθ.)
teleselezione (θηλ.ουσ)
telesisma (ουσ αρσ )
telesismologia (θηλ.ουσ)
telespettatore (ουσ αρσ )
telestampante (θηλ.ουσ)
telestesia (θηλ.ουσ)
teletrasmettere (ρ. μτβ.)
teletrasmettitore (ουσ αρσ )
teletrasmissione (θηλ.ουσ)
teletrasmittente (θηλ.ουσ)
teletrasmittente (επίθ.)
teletta (θηλ.ουσ)
teleutente (ουσ αρσ και θηλ.)
televisione (θηλ.ουσ)
televisivo (επίθ.)
televisore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---