Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtelesismologìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,tɛlesizmoloˈʤia] 1 καταγραφή σεισμών με ευαίσθητα σεισμόμετρα 2 τηλεσεισμολογία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |