Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


telescòpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [telesˈkɔpjo]

τηλεσκόπιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  telescopico telescrivente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teleromanzo (ουσ αρσ )
teleruttore (ουσ αρσ )
teleschermo (ουσ αρσ )
telescopia (θηλ.ουσ)
telescopico (επίθ.)
telescopio (ουσ αρσ )
telescrivente (θηλ.ουσ)
telescriventista (ουσ αρσ και θηλ.)
telescuola (θηλ.ουσ)
teleselettivo (επίθ.)
teleselezione (θηλ.ουσ)
telesisma (ουσ αρσ )
telesismologia (θηλ.ουσ)
telespettatore (ουσ αρσ )
telestampante (θηλ.ουσ)
telestesia (θηλ.ουσ)
teletrasmettere (ρ. μτβ.)
teletrasmettitore (ουσ αρσ )
teletrasmissione (θηλ.ουσ)
teletrasmittente (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---