Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


teleproiètto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,tɛleproˈjɛtto]

κατευθυνόμενος πύραυλος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  telepatico telequiz  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

teleologia (θηλ.ουσ)
teleologico (επίθ.)
teleostei (ουσ αρσ πληθ.)
telepatia (θηλ.ουσ)
telepatico (αρσ. επίθ και ουσ)
teleproietto (ουσ αρσ )
telequiz (ουσ αρσ )
teleradiotrasmettere (ρ. μτβ.)
teleria (θηλ.ουσ)
telericevente (θηλ.ουσ)
telericevente (επίθ.)
teleriscaldamento (ουσ αρσ )
teleromanzo (ουσ αρσ )
teleruttore (ουσ αρσ )
teleschermo (ουσ αρσ )
telescopia (θηλ.ουσ)
telescopico (επίθ.)
telescopio (ουσ αρσ )
telescrivente (θηλ.ουσ)
telescriventista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---