Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόtelègrafo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [teˈlɛgrafo] ο τηλέγραφος permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαufficio [αρσ.] telegrafico = το τηλεγραφείο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |